Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική ο λυχνοστάτης οι λυχνοστάτες
      γενική του λυχνοστάτη των λυχνοστατών
    αιτιατική τον λυχνοστάτη τους λυχνοστάτες
     κλητική λυχνοστάτη λυχνοστάτες
Κατηγορία όπως «ναύτης» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

  Ετυμολογία επεξεργασία

λυχνοστάτης < λύχν(ος) + -ο- + -στάτης

  Ουσιαστικό επεξεργασία

λυχνοστάτης αρσενικό

  • βάση για τη στήριξη του λυχναριού
    ※  Έκανα πως έτρωγα, και κείνη κοίταζε μια εμένα, μια το λυχνάρι που έφεγγε από το λυχνοστάτη. (Γιάννης Γουδέλης, Τα μάτια της δίδυμης)

  Μεταφράσεις επεξεργασία