λυχνοστάτης
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασίαΟυσιαστικό
επεξεργασίαλυχνοστάτης αρσενικό
- βάση για τη στήριξη του λυχναριού
- ※ Έκανα πως έτρωγα, και κείνη κοίταζε μια εμένα, μια το λυχνάρι που έφεγγε από το λυχνοστάτη. (Γιάννης Γουδέλης, Τα μάτια της δίδυμης)
Μεταφράσεις
επεξεργασία λυχνοστάτης
|