λυχνάρι
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασία↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | το | λυχνάρι | τα | λυχνάρια |
γενική | του | λυχναριού | των | λυχναριών |
αιτιατική | το | λυχνάρι | τα | λυχνάρια |
κλητική | λυχνάρι | λυχνάρια | ||
Οι καταλήξεις -ιού, -ια, -ιών προφέρονται με συνίζηση. | ||||
Κατηγορία όπως «τραγούδι» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία
επεξεργασία- λυχνάρι < μεσαιωνική ελληνική λυχνάριν < (ελληνιστική κοινή) λυχνάριον, υποκοριστικό του λύχνος
Ουσιαστικό
επεξεργασίαλυχνάρι ουδέτερο
- φορητή λάμπα, που λειτουργεί με λάδι ή λίπος και φιτίλι.
- ※ Τον άκουσε που κάτι σκάλιζε εκεί στη σκοτεινή γωνιά του κελιού, όπου δεν καλοέφτανε το φως του λυχναριού. (Ισίδωρος Ζουργός (2014) Σκηνές από τον βίο του Ματίας Αλμοσίνο [μυθιστόρημα])