Δείτε επίσης: λύχνος
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
↓ πτώσεις       ενικός      
ονομαστική λίχνος λίχνη τὸ λίχνον
      γενική τοῦ λίχνου τῆς λίχνης τοῦ λίχνου
      δοτική τῷ λίχν τῇ λίχν τῷ λίχν
    αιτιατική τὸν λίχνον τὴν λίχνην τὸ λίχνον
     κλητική ! λίχνε λίχνη λίχνον
↓ πτώσεις   πληθυντικός  
ονομαστική οἱ λίχνοι αἱ λίχναι τὰ λίχν
      γενική τῶν λίχνων τῶν λίχνων τῶν λίχνων
      δοτική τοῖς λίχνοις ταῖς λίχναις τοῖς λίχνοις
    αιτιατική τοὺς λίχνους τὰς λίχνᾱς τὰ λίχν
     κλητική ! λίχνοι λίχναι λίχν
    δυϊκός  
ονομ-αιτ-κλ τὼ λίχνω τὼ λίχν τὼ λίχνω
      γεν-δοτ τοῖν λίχνοιν τοῖν λίχναιν τοῖν λίχνοιν
Στον Ευριπίδη, θηλυκό σε -ος.
2η&1η κλίση, Κατηγορία 'μέγιστος' όπως «στρογγύλος» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές

  Ετυμολογία

επεξεργασία
λίχνος < λείπει η ετυμολογία → δείτε τη λέξη λείχω

  Επίθετο

επεξεργασία

λίχνος, -η, -ον (στον Ευριπίδη, θηλυκό σε -ος), συγκριτικός: λιχνότερος, υπερθετικός:  λιχνότατος

  1. λαίμαργος, λιχούδης
  2. (για φαγητά) γευστικός, νόστιμος
  3. (μεταφορικά) γεμάτος περιέργεια

Συγγενικά

επεξεργασία

→ και δείτε τις λέξεις λιχμάζω και λείχω