Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική η κρυσταλλολυχνία οι κρυσταλλολυχνίες
      γενική της κρυσταλλολυχνίας των κρυσταλλολυχνιών
    αιτιατική την κρυσταλλολυχνία τις κρυσταλλολυχνίες
     κλητική κρυσταλλολυχνία κρυσταλλολυχνίες
Κατηγορία όπως «σοφία» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

  Ετυμολογία επεξεργασία

κρυσταλλολυχνία < κρύσταλλος + -ο- + λυχνία, απόδοση για την αγγλική transistor[1]

  Προφορά επεξεργασία

ΔΦΑ : /kɾi.sta.lo.liˈxni.a/
τυπογραφικός συλλαβισμός: κρυ‐σταλ‐λο‐λυ‐χνί‐α

  Ουσιαστικό επεξεργασία

κρυσταλλολυχνία θηλυκό

  Μεταφράσεις επεξεργασία

  Αναφορές επεξεργασία

  1. Μπαμπινιώτης, Γεώργιος (2002). Λεξικό της νέας ελληνικής γλώσσας (Βʹ έκδοση). Αθήνα: Κέντρο Λεξικολογίας.  (Αʹ έκδοση: 1998)