Είδη τρανζίτορ

  Ετυμολογία

επεξεργασία
τρανζίστορ < αγγλική transistor

  Ουσιαστικό

επεξεργασία

τρανζίστορ ουδέτερο άκλιτο

  1. (ηλεκτρολογία) κρυσταλλοτρίοδος
  2. ραδιόφωνο μικρού μεγέθους (δηλαδή, ραδιόφωνο με κρυσταλλοτρίοδους)
     συνώνυμα: ραδιοφωνάκι

Παράγωγα

επεξεργασία