τρανζίστορ
Νέα ελληνικά (el) Επεξεργασία
Ετυμολογία Επεξεργασία
- τρανζίστορ < αγγλική transistor
Ουσιαστικό Επεξεργασία
τρανζίστορ ουδέτερο άκλιτο
- (ηλεκτρολογία) κρυσταλλοτρίοδος
- ραδιόφωνο μικρού μεγέθους (δηλαδή, ραδιόφωνο με κρυσταλλοτρίοδους)
τρανζίστορ ουδέτερο άκλιτο