τρανζιστοράκι
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασία↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | το | τρανζιστοράκι | τα | τρανζιστοράκια |
γενική | — | — | ||
αιτιατική | το | τρανζιστοράκι | τα | τρανζιστοράκια |
κλητική | τρανζιστοράκι | τρανζιστοράκια | ||
Η κατάληξη του πληθυντικού -ια προφέρεται με συνίζηση. | ||||
Κατηγορία όπως «παιδάκι» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία
επεξεργασία- τρανζιστοράκι < τρανζίστορ + υποκοριστικό επίθημα -άκι
Ουσιαστικό
επεξεργασίατρανζιστοράκι ουδέτερο