Αρχική σελίδα
Τυχαίο
Σύνδεση
Ρυθμίσεις
Δωρεές
Σχετικά με Βικιλεξικό
Αποποίηση ευθυνών
Αναζήτηση
φεγγαροπρόσωπος
Γλώσσα
Παρακολούθηση
Επεξεργασία
Πίνακας περιεχομένων
1
Νέα ελληνικά
(el)
1.1
Ετυμολογία
1.2
Επίθετο
1.2.1
Μεταφράσεις
Νέα ελληνικά
(el)
επεξεργασία
↓
πτώσεις
ενικός
γένη
→
αρσενικό
θηλυκό
ουδέτερο
ονομαστική
ο
φεγγαροπρόσωπ
ος
η
φεγγαροπρόσωπ
η
το
φεγγαροπρόσωπ
ο
γενική
του
φεγγαροπρόσωπ
ου
της
φεγγαροπρόσωπ
ης
του
φεγγαροπρόσωπ
ου
αιτιατική
τον
φεγγαροπρόσωπ
ο
τη
φεγγαροπρόσωπ
η
το
φεγγαροπρόσωπ
ο
κλητική
φεγγαροπρόσωπ
ε
φεγγαροπρόσωπ
η
φεγγαροπρόσωπ
ο
↓
πτώσεις
πληθυντικός
γένη
→
αρσενικό
θηλυκό
ουδέτερο
ονομαστική
οι
φεγγαροπρόσωπ
οι
οι
φεγγαροπρόσωπ
ες
τα
φεγγαροπρόσωπ
α
γενική
των
φεγγαροπρόσωπ
ων
των
φεγγαροπρόσωπ
ων
των
φεγγαροπρόσωπ
ων
αιτιατική
τους
φεγγαροπρόσωπ
ους
τις
φεγγαροπρόσωπ
ες
τα
φεγγαροπρόσωπ
α
κλητική
φεγγαροπρόσωπ
οι
φεγγαροπρόσωπ
ες
φεγγαροπρόσωπ
α
Κατηγορία
όπως «
όμορφος
» -
Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές
Ετυμολογία
επεξεργασία
φεγγαροπρόσωπος
<
φεγγάρ(ι)
+
-ο-
+
-πρόσωπος
Επίθετο
επεξεργασία
φεγγαροπρόσωπος
που το πρόσωπό του είναι στρογγυλό σαν του φεγγαριού
Μεταφράσεις
επεξεργασία
φεγγαροπρόσωπος