μάνητα
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασία↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | η | μάνητα | οι | μάνητες |
γενική | της | μάνητας | — | |
αιτιατική | τη | μάνητα | τις | μάνητες |
κλητική | μάνητα | μάνητες | ||
Κατηγορία όπως «σάλπιγγα» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία
επεξεργασία- μάνητα < (κληρονομημένο) μεσαιωνική ελληνική μάνητα < αρχαία ελληνική μάνη,[1] μῆνις και μᾶνις ή από το μανία, όπως το άργητα[2] Αναλύεται σε μαν(ία) + -ητα
Προφορά
επεξεργασία- ΔΦΑ : /ˈma.ni.ta/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : μά‐νη‐τα
Ουσιαστικό
επεξεργασίαμάνητα θηλυκό
- (λογοτεχνικό) η οργή, η μανία, η λυσσαλέα αντίδραση ή δράση, το μένος (στον πόλεμο, στο ερωτικό πάθος)
Μεταφράσεις
επεξεργασίαΑναφορές
επεξεργασία- ↑ μάνητα - Λεξικό της Κοινής Νεοελληνικής (1998) του Ιδρύματος Μανόλη Τριανταφυλλίδη (συντομογραφίες-σύμβολα). Η Πύλη για την ελληνική γλώσσα, Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας
- ↑ Μπαμπινιώτης, Γεώργιος (2010). Ετυμολογικό Λεξικό της Νέας Ελληνικής Γλώσσας (Β' ανατύπωση. 2009: A' έκδοση). Αθήνα: Κέντρο Λεξικολογίας.
Ετυμολογία
επεξεργασίαΟυσιαστικό
επεξεργασίαμάνητα θηλυκό
Άλλες γραφές
επεξεργασία- μάνιτα
Πηγές
επεξεργασία- μάνητα - Επιτομή του Λεξικού Κριαρά της Μεσαιωνικής Ελληνικής Δημώδους Γραμματείας (1100-1669). Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας, [μονοτονικό σύστημα].