μῆνις
Αρχαία ελληνικά (grc)Επεξεργασία
ΟυσιαστικόΕπεξεργασία
μῆνις θηλυκό, μόνο στον ενικό
- οργή, θυμός
- ※ 8ος αιώνας πκε ⌘ Ὅμηρος, Ἰλιάς, 1 (Α. Λοιμός. Μῆνις.), στίχ. 1
- Μῆνιν ἄειδε, θεά, Πηληϊάδεω Ἀχιλῆος
- οὐλομένην, ἣ μυρί’ Ἀχαιοῖς ἄλγε’ ἔθηκε,
- Ψάλλε, θεά, τὸν τρομερὸν θυμὸν τοῦ Ἀχιλλέως,
- πῶς ἔγινε στοὺς Ἀχαιοὺς ἀρχὴ πολλῶν δακρύων·
- (Ιλιάδα, μετάφραση Πολυλά, 1923, Ιλιάδα (Πολυλάς)/α)