Δείτε επίσης: μηνιαίος

Αρχαία ελληνικά (grc) επεξεργασία

γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
↓ πτώσεις       ενικός      
ονομαστική μηνιαῖος μηνιαί
μηνιαῖος
τὸ μηνιαῖον
      γενική τοῦ μηνιαίου τῆς μηνιαίᾱς
μηνιαίου
τοῦ μηνιαίου
      δοτική τῷ μηνιαί τῇ μηνιαί
μηνιαί
τῷ μηνιαί
    αιτιατική τὸν μηνιαῖον τὴν μηνιαίᾱν
μηνιαῖον
τὸ μηνιαῖον
     κλητική ! μηνιαῖε μηνιαί
μηνιαῖε
μηνιαῖον
↓ πτώσεις   πληθυντικός  
ονομαστική οἱ μηνιαῖοι αἱ μηνιαῖαι
μηνιαῖοι
τὰ μηνιαῖ
      γενική τῶν μηνιαίων τῶν μηνιαίων
μηνιαίων
τῶν μηνιαίων
      δοτική τοῖς μηνιαίοις ταῖς μηνιαίαις
μηνιαίοις
τοῖς μηνιαίοις
    αιτιατική τοὺς μηνιαίους τὰς μηνιαίᾱς
μηνιαίους
τὰ μηνιαῖ
     κλητική ! μηνιαῖοι μηνιαῖαι
μηνιαῖοι
μηνιαῖ
    δυϊκός  
ονομ-αιτ-κλ τὼ μηνιαίω τὼ μηνιαί
μηνιαίω
τὼ μηνιαίω
      γεν-δοτ τοῖν μηνιαίοιν τοῖν μηνιαίαιν
μηνιαίοιν
τοῖν μηνιαίοιν
Ο τύπος του θηλυκού σε -ος, λιγότερο συνηθισμένος.
Μεταγενέστρο το δικατάληκτο -ος, -ος, ον
2η&1η κλίση, Κατηγορία 'δίκαιος' όπως «γυναικεῖος» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές

  Ετυμολογία επεξεργασία

μηνιαῖος < μήν + -ιαῖος

  Επίθετο επεξεργασία

μηνιαῖος, -α, -ον και αργότερα -ος, -ος, -ον

  1. μηνιαίος
  2. (ουσιαστικοποιημένο) τὰ μηνιαῖα: η έμμηνος ρύση, η εμμηνόρροια

  Πηγές επεξεργασία