γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
↓ πτώσεις       ενικός      
ονομαστική -ιαῖος -ιαί τὸ -ιαῖον
      γενική τοῦ -ιαίου τῆς -ιαίᾱς τοῦ -ιαίου
      δοτική τῷ -ιαί τῇ -ιαί τῷ -ιαί
    αιτιατική τὸν -ιαῖον τὴν -ιαίᾱν τὸ -ιαῖον
     κλητική ! -ιαῖε -ιαί -ιαῖον
↓ πτώσεις   πληθυντικός  
ονομαστική οἱ -ιαῖοι αἱ -ιαῖαι τὰ -ιαῖ
      γενική τῶν -ιαίων τῶν -ιαίων τῶν -ιαίων
      δοτική τοῖς -ιαίοις ταῖς -ιαίαις τοῖς -ιαίοις
    αιτιατική τοὺς -ιαίους τὰς -ιαίᾱς τὰ -ιαῖ
     κλητική ! -ιαῖοι -ιαῖαι -ιαῖ
    δυϊκός  
ονομ-αιτ-κλ τὼ -ιαίω τὼ -ιαί τὼ -ιαίω
      γεν-δοτ τοῖν -ιαίοιν τοῖν -ιαίαιν τοῖν -ιαίοιν
2η&1η κλίση, Κατηγορία 'λόγιος' όπως «ὡραῖος» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές

  Ετυμολογία

επεξεργασία
-ιαῖος < επέκταση του επιθήματος -αῖος, αρχικά από λέξεις με θέμα που έληγε σε (σταδι-αῖος) < -ος[1]

  Επίθημα

επεξεργασία

-ιαῖος

Συγγενικά

επεξεργασία

  Αναφορές

επεξεργασία