Δείτε επίσης: ουκ, ΟΥΚ

Αρχαία ελληνικά (grc) επεξεργασία

  Ετυμολογία επεξεργασία

οὐκ < οὐ (πριν από λέξη που αρχίζει από ψιλούμενο φωνήεν)

  Επίρρημα επεξεργασία

οὐκ