Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

↓ πτώσεις       ενικός      
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική ο κοντοκουρεμένος η κοντοκουρεμένη το κοντοκουρεμένο
      γενική του κοντοκουρεμένου της κοντοκουρεμένης του κοντοκουρεμένου
    αιτιατική τον κοντοκουρεμένο την κοντοκουρεμένη το κοντοκουρεμένο
     κλητική κοντοκουρεμένε κοντοκουρεμένη κοντοκουρεμένο
↓ πτώσεις   πληθυντικός  
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική οι κοντοκουρεμένοι οι κοντοκουρεμένες τα κοντοκουρεμένα
      γενική των κοντοκουρεμένων των κοντοκουρεμένων των κοντοκουρεμένων
    αιτιατική τους κοντοκουρεμένους τις κοντοκουρεμένες τα κοντοκουρεμένα
     κλητική κοντοκουρεμένοι κοντοκουρεμένες κοντοκουρεμένα
Κατηγορία όπως «αγαπημένος» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές

  Ετυμολογία επεξεργασία

κοντοκουρεμένος < κοντο- + κουρεμένος

  Μετοχή επεξεργασία

κοντοκουρεμένος

  • που έχει κόψει κοντά τα μαλλιά του

  Μεταφράσεις επεξεργασία