πτώσεις       ενικός      
γένη  αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική ο -χρωμος η -χρωμη το -χρωμο
      γενική του -χρωμου της -χρωμης του -χρωμου
    αιτιατική τον -χρωμο τη(ν) -χρωμη το -χρωμο
     κλητική -χρωμε -χρωμη -χρωμο
 πτώσεις   πληθυντικός  
γένη  αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική οι -χρωμοι οι -χρωμες τα -χρωμα
      γενική των -χρωμων των -χρωμων των -χρωμων
    αιτιατική τους -χρωμους τις -χρωμες τα -χρωμα
     κλητική -χρωμοι -χρωμες -χρωμα
Κατηγορία όπως «όμορφος» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές

Ετυμολογία

επεξεργασία

Αναφορές

επεξεργασία
  • -χρωμος - Χαραλαμπάκης, Χριστόφορος (επιμέλεια) (2014). Χρηστικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας. Αθήνα: Ακαδημία Αθηνών.  (ψηφιοποιημένη έκδοση από το 2023, συντομογραφίες-σύμβολα)