δίχρωμος
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασία↓ πτώσεις | ενικός | |||||
---|---|---|---|---|---|---|
γένη → | αρσενικό | θηλυκό | ουδέτερο | |||
ονομαστική | ο | δίχρωμος | η | δίχρωμη | το | δίχρωμο |
γενική | του | δίχρωμου | της | δίχρωμης | του | δίχρωμου |
αιτιατική | τον | δίχρωμο | τη | δίχρωμη | το | δίχρωμο |
κλητική | δίχρωμε | δίχρωμη | δίχρωμο | |||
↓ πτώσεις | πληθυντικός | |||||
γένη → | αρσενικό | θηλυκό | ουδέτερο | |||
ονομαστική | οι | δίχρωμοι | οι | δίχρωμες | τα | δίχρωμα |
γενική | των | δίχρωμων | των | δίχρωμων | των | δίχρωμων |
αιτιατική | τους | δίχρωμους | τις | δίχρωμες | τα | δίχρωμα |
κλητική | δίχρωμοι | δίχρωμες | δίχρωμα | |||
Κατηγορία όπως «όμορφος» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές |
Ετυμολογία
επεξεργασία
- δίχρωμος < ελληνιστική κοινή δίχρωμος < αρχαία ελληνική (δίς) δί- + -χρωμος
Προφορά
επεξεργασία
- ΔΦΑ : /ˈði.xɾo.mos/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : δί‐χρω‐μος
Επίθετο
επεξεργασία
Αρχαία ελληνικά (grc)
επεξεργασία
Ετυμολογία
επεξεργασία
- δίχρωμος (ελληνιστική κοινή) < αρχαία ελληνική (δίς) δί-+ -χρωμος
Επίθετο
επεξεργασία
Πηγές
επεξεργασία
- δίχρωμος - Επιτομή του Λεξικού Λίντελ-Σκοτ, Λεξικό της Αρχαίας Ελληνικής Γλώσσας (Επιτομή του Μεγάλου Λεξικού, εκδ. Πελεκάνος, 2007), Ψηφίδες στο Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας, 2012
- δίχρωμος - ΛΟΓΕΙΟΝ (αγγλικά, από το 2011) Λεξικά για την αρχαία ελληνική και λατινική γλώσσα (στα αγγλικά, γαλλικά, ισπανικά, κ.λπ.) Πανεπιστήμιο του Σικάγου.