Δείτε επίσης: δίχρωμος, διχρωμικός

Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

↓ πτώσεις       ενικός      
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική ο διχρωματικός η διχρωματική το διχρωματικό
      γενική του διχρωματικού της διχρωματικής του διχρωματικού
    αιτιατική τον διχρωματικό τη διχρωματική το διχρωματικό
     κλητική διχρωματικέ διχρωματική διχρωματικό
↓ πτώσεις   πληθυντικός  
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική οι διχρωματικοί οι διχρωματικές τα διχρωματικά
      γενική των διχρωματικών των διχρωματικών των διχρωματικών
    αιτιατική τους διχρωματικούς τις διχρωματικές τα διχρωματικά
     κλητική διχρωματικοί διχρωματικές διχρωματικά
Κατηγορία όπως «καλός» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές

  Ετυμολογία επεξεργασία

διχρωματικός < δι- + χρώμα + -ικός

  Επίθετο επεξεργασία

διχρωματικός

Δείτε επίσης επεξεργασία

  Μεταφράσεις επεξεργασία