διχρωματικός
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασίαΕπίθετο
επεξεργασίαδιχρωματικός
- (ιατρική) που βλέπει ή διακρίνει λίγες χρωματικές αποχρώσεις, γιατί έχει δύο τύπους κωνίων
Δείτε επίσης
επεξεργασία- τριχρωματικός
- τετραχρωματικός
- → δείτε τις λέξεις δι-, δύο και χρώμα
Μεταφράσεις
επεξεργασία διχρωματικός
|