Δείτε επίσης: δίχρωμος, διχρωματικός
↓ πτώσεις       ενικός      
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική ο διχρωμικός η διχρωμική το διχρωμικό
      γενική του διχρωμικού της διχρωμικής του διχρωμικού
    αιτιατική τον διχρωμικό τη διχρωμική το διχρωμικό
     κλητική διχρωμικέ διχρωμική διχρωμικό
↓ πτώσεις   πληθυντικός  
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική οι διχρωμικοί οι διχρωμικές τα διχρωμικά
      γενική των διχρωμικών των διχρωμικών των διχρωμικών
    αιτιατική τους διχρωμικούς τις διχρωμικές τα διχρωμικά
     κλητική διχρωμικοί διχρωμικές διχρωμικά
Κατηγορία όπως «καλός» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές

  Ετυμολογία

επεξεργασία
διχρωμικός < λόγιο ενδογενές δάνειο: αγγλική dichromic < chromium < αρχαία ελληνική χρῶμα < χρώννυμι / χρωννύω < χρῴζω < πρωτοϊνδοευρωπαϊκή *gʰrēw- ‎(αλέθω, τρίβω) < *gʰer- (τρίβω)

  Επίθετο

επεξεργασία

διχρωμικός

Συγγενικά

επεξεργασία

  Μεταφράσεις

επεξεργασία