διχρωμικός
Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία
Ετυμολογία επεξεργασία
- διχρωμικός < λόγιο ενδογενές δάνειο: αγγλική dichromic < chromium < αρχαία ελληνική χρῶμα < χρώννυμι / χρωννύω < χρῴζω < πρωτοϊνδοευρωπαϊκή *gʰrēw- (αλέθω, τρίβω) < *gʰer- (τρίβω)
Επίθετο επεξεργασία
διχρωμικός