χρώμιο
Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία
|
Ετυμολογία επεξεργασία
- χρώμιο < λόγιο ενδογενές δάνειο: (λόγιο δάνειο) νεολατινική chromium < αρχαία ελληνική χρῶμα
Ουσιαστικό επεξεργασία
χρώμιο ουδέτερο
- (χημεία) μεταλλικό χημικό στοιχείο με ατομικό αριθμό 24 και χημικό σύμβολο το Cr
↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | το | χρώμιο | τα | χρώμια |
γενική | του | χρωμίου & χρώμιου |
των | χρωμίων |
αιτιατική | το | χρώμιο | τα | χρώμια |
κλητική | χρώμιο | χρώμια | ||
Συνήθως στον ενικό. | ||||
Κατηγορία όπως «πρόσωπο» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Συγγενικά επεξεργασία
Σύνθετα επεξεργασία
Δείτε επίσης επεξεργασία
- χρώμιο στη Βικιπαίδεια