επιχρωμιώνω
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασία- επιχρωμιώνω < επι- + χρώμιο + -ώνω < λόγιο ενδογενές δάνειο: γαλλική chrome < αρχαία ελληνική χρῶμα
Ρήμα
επεξεργασίαεπιχρωμιώνω (παθητική φωνή: επιχρωμιώνομαι)
Συγγενικά
επεξεργασία- επιχρωμίωση
- → δείτε τις λέξεις επί και χρώμιο
Κλίση
επεξεργασία Ενεργητική φωνή
Εξακολουθητικοί χρόνοι | ||||||
---|---|---|---|---|---|---|
πρόσωπα | Ενεστώτας | Παρατατικός | Εξ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | Μετοχή |
α' ενικ. | επιχρωμιώνω | επιχρωμίωνα | θα επιχρωμιώνω | να επιχρωμιώνω | επιχρωμιώνοντας | |
β' ενικ. | επιχρωμιώνεις | επιχρωμίωνες | θα επιχρωμιώνεις | να επιχρωμιώνεις | επιχρωμίωνε | |
γ' ενικ. | επιχρωμιώνει | επιχρωμίωνε | θα επιχρωμιώνει | να επιχρωμιώνει | ||
α' πληθ. | επιχρωμιώνουμε | επιχρωμιώναμε | θα επιχρωμιώνουμε | να επιχρωμιώνουμε | ||
β' πληθ. | επιχρωμιώνετε | επιχρωμιώνατε | θα επιχρωμιώνετε | να επιχρωμιώνετε | επιχρωμιώνετε | |
γ' πληθ. | επιχρωμιώνουν(ε) | επιχρωμίωναν επιχρωμιώναν(ε) |
θα επιχρωμιώνουν(ε) | να επιχρωμιώνουν(ε) | ||
Συνοπτικοί χρόνοι | ||||||
πρόσωπα | Αόριστος | Συνοπτ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | Απαρέμφατο | |
α' ενικ. | επιχρωμίωσα | θα επιχρωμιώσω | να επιχρωμιώσω | επιχρωμιώσει | ||
β' ενικ. | επιχρωμίωσες | θα επιχρωμιώσεις | να επιχρωμιώσεις | επιχρωμίωσε | ||
γ' ενικ. | επιχρωμίωσε | θα επιχρωμιώσει | να επιχρωμιώσει | |||
α' πληθ. | επιχρωμιώσαμε | θα επιχρωμιώσουμε | να επιχρωμιώσουμε | |||
β' πληθ. | επιχρωμιώσατε | θα επιχρωμιώσετε | να επιχρωμιώσετε | επιχρωμιώστε | ||
γ' πληθ. | επιχρωμίωσαν επιχρωμιώσαν(ε) |
θα επιχρωμιώσουν(ε) | να επιχρωμιώσουν(ε) | |||
Συντελεσμένοι χρόνοι | ||||||
πρόσωπα | Παρακείμενος | Υπερσυντέλικος | Συντελ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | |
α' ενικ. | έχω επιχρωμιώσει | είχα επιχρωμιώσει | θα έχω επιχρωμιώσει | να έχω επιχρωμιώσει | ||
β' ενικ. | έχεις επιχρωμιώσει | είχες επιχρωμιώσει | θα έχεις επιχρωμιώσει | να έχεις επιχρωμιώσει | ||
γ' ενικ. | έχει επιχρωμιώσει | είχε επιχρωμιώσει | θα έχει επιχρωμιώσει | να έχει επιχρωμιώσει | ||
α' πληθ. | έχουμε επιχρωμιώσει | είχαμε επιχρωμιώσει | θα έχουμε επιχρωμιώσει | να έχουμε επιχρωμιώσει | ||
β' πληθ. | έχετε επιχρωμιώσει | είχατε επιχρωμιώσει | θα έχετε επιχρωμιώσει | να έχετε επιχρωμιώσει | ||
γ' πληθ. | έχουν επιχρωμιώσει | είχαν επιχρωμιώσει | θα έχουν επιχρωμιώσει | να έχουν επιχρωμιώσει |
|
Μεταφράσεις
επεξεργασία επιχρωμιώνω
|