Ετυμολογία

επεξεργασία
επιχρωμιώνω < επι- + χρώμιο + -ώνω < λόγιο ενδογενές δάνειο: γαλλική chrome < αρχαία ελληνική χρῶμα

επιχρωμιώνω (παθητική φωνή: επιχρωμιώνομαι)

Συγγενικά

επεξεργασία

  Μεταφράσεις

επεξεργασία