επιχρωμιωμένος
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασία- επιχρωμιωμένος < επι- + χρωμιωμένος
Μετοχή
επεξεργασίαεπιχρωμιωμένος -η, -ο
- (μεταλλουργία) που έχει επίστρωση χρωμίου
Μεταφράσεις
επεξεργασία επιχρωμιωμένος
|
επιχρωμιωμένος -η, -ο
|