χρωννύω
Αρχαία ελληνικά (grc)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασία- χρωννύω < αρχαία ελληνική χρῴζω < πρωτοϊνδοευρωπαϊκή ρίζα *gʰrēw- (αλέθω, τρίβω) *gʰer- (τρίβω)
Ρήμα
επεξεργασίαχρωννύω
- ((ελληνιστική κοινή)) άλλη μορφή του χρώννυμι / χρῴζω
χρωννύω