διχρωμία
Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία
Ετυμολογία επεξεργασία
- διχρωμία < δίχρωμ(ος) + -ία
Προφορά επεξεργασία
- ΔΦΑ : /ði.xɾoˈmi.a/
Ουσιαστικό επεξεργασία
διχρωμία θηλυκό
- το να είναι κάποιος ή κάτι δίχρωμο(ς), να έχει δύο χρώματα
- (τυπογραφία) μέθοδος εκτύπωσης σε δύο χρώματα