↓ πτώσεις       ενικός      
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική ο τρίχρωμος η τρίχρωμη το τρίχρωμο
      γενική του τρίχρωμου της τρίχρωμης του τρίχρωμου
    αιτιατική τον τρίχρωμο την τρίχρωμη το τρίχρωμο
     κλητική τρίχρωμε τρίχρωμη τρίχρωμο
↓ πτώσεις   πληθυντικός  
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική οι τρίχρωμοι οι τρίχρωμες τα τρίχρωμα
      γενική των τρίχρωμων των τρίχρωμων των τρίχρωμων
    αιτιατική τους τρίχρωμους τις τρίχρωμες τα τρίχρωμα
     κλητική τρίχρωμοι τρίχρωμες τρίχρωμα
Κατηγορία όπως «όμορφος» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές
 
περιπλοκάδα η τρίχρωμη (Convolvulus tricolor)

  Ετυμολογία

επεξεργασία
τρίχρωμος < ελληνιστική κοινή τρίχρωμος[1] [2] [3] < αρχαία ελληνική τρι- + χρῶμα (σημασιολογικό δάνειο από τη γαλλική trichrome[3] ή μεταφραστικό δάνειο από την αγγλική trichrome[3])

  Επίθετο

επεξεργασία

τρίχρωμος, -η, -ο

  • αυτός που φέρει τρία χρώματα
    η σημαία της Ολλανδίας είναι τρίχρωμη

Συγγενικά

επεξεργασία

  Μεταφράσεις

επεξεργασία
  1. τρίχρωμος - ΛΟΓΕΙΟΝ (αγγλικά, από το 2011) Λεξικά για την αρχαία ελληνική και λατινική γλώσσα (στα αγγλικά, γαλλικά, ισπανικά, κ.λπ.) Πανεπιστήμιο του Σικάγου.
  2. τρίχρωμος - Λεξικό της Κοινής Νεοελληνικής (1998) του Ιδρύματος Μανόλη Τριανταφυλλίδη (συντομογραφίες-σύμβολα). Η Πύλη για την ελληνική γλώσσα, Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας
  3. 3,0 3,1 3,2 τρίχρωμοςΧαραλαμπάκης, Χριστόφορος (επιμέλεια) (2014). Χρηστικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας. Αθήνα: Ακαδημία Αθηνών.  (ψηφιοποιημένη έκδοση από το 2023, συντομογραφίες-σύμβολα)