↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική η τριχρωμία οι τριχρωμίες
      γενική της τριχρωμίας των τριχρωμιών
    αιτιατική την τριχρωμία τις τριχρωμίες
     κλητική τριχρωμία τριχρωμίες
Κατηγορία όπως «σοφία» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

  Ετυμολογία

επεξεργασία
τριχρωμία < τρίχρωμος + -ία < ελληνιστική κοινή τρίχρωμος < αρχαία ελληνική τρι- + χρῶμα

  Ουσιαστικό

επεξεργασία

τριχρωμία θηλυκό

  1. το να είναι κάποιος τρίχρωμος, η ιδιότητα του τρίχρωμου
  2. (τυπογραφία) η εκτύπωση μιας εικόνας με χρήση τριών χρωμάτων, προκειμένου να αποδοθούν όλα τα χρώματα
  3. (κατ’ επέκταση) η εκτυπωμένη εικόνα με την παραπάνω τεχνική

Δείτε επίσης

επεξεργασία

  Μεταφράσεις

επεξεργασία