Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική η τετραχρωμία οι τετραχρωμίες
      γενική της τετραχρωμίας των τετραχρωμιών
    αιτιατική την τετραχρωμία τις τετραχρωμίες
     κλητική τετραχρωμία τετραχρωμίες
Κατηγορία όπως «σοφία» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

  Ετυμολογία επεξεργασία

τετραχρωμία < από το επίθετο τετράχρωμος

  Ουσιαστικό επεξεργασία

τετραχρωμία θηλυκό

  1. (τυπογραφία) η μέθοδος τυπογραφικής ανατύπωσης εικόνων με τέσσερις πλάκες διαφορετικού χρώματος (κίτρινο, κόκκινο, μπλε και μαύρο)
  2. ο συνδυασμός τεσσάρων χρωμάτων για την παραγωγή ή δημιουργία ενός έργου
  3. η ιδιότητα του τετράχρωμου
  4. (ζωγραφική) μια μέθοδος χρησιμοποίησης των χρωμάτων, ιδιαίτερα στην βυζαντινή αγιογραφία της λεγόμενης "Κρητικής Σχολής"

  Μεταφράσεις επεξεργασία