ανατύπωση
Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία
↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | η | ανατύπωση | οι | ανατυπώσεις |
γενική | της | ανατύπωσης* | των | ανατυπώσεων |
αιτιατική | την | ανατύπωση | τις | ανατυπώσεις |
κλητική | ανατύπωση | ανατυπώσεις | ||
* παλιότερος λόγιος τύπος, ανατυπώσεως | ||||
Κατηγορία όπως «δύναμη» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία επεξεργασία
- ανατύπωση < (ελληνιστική κοινή) ἀνατύπωσις < ἀνατυπόω / ἀνατυπῶ < τυπόω / τυπῶ < αρχαία ελληνική τύπος < τύπτω ((σημασιολογικό δάνειο) αγγλική reprinting)
Ουσιαστικό επεξεργασία
ανατύπωση θηλυκό
- η ενέργεια και το αποτέλεσμα τού ανατυπώνω
Άλλες μορφές επεξεργασία
Συγγενικά επεξεργασία
Μεταφράσεις επεξεργασία
ανατύπωση