ανατυπώνω
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασία- ανατυπώνω < (ελληνιστική κοινή) ἀνατυπόω-ἀνατυπῶ
Ρήμα
επεξεργασίαανατυπώνω
- ξανατυπώνω ένα παλιότερο βιβλίο, το επανεκδίδω χωρίς όμως αλλαγές, ανανέωση ή και τυχόν βελτίωση, το τυπώνω μένοντας πιστός στην πρώτη έκδοση ως είχε ή το τυπώνω ακριβώς ίδιο επειδή απλά διεκπεραιώνω την εργασία χωρίς να με προβληματίζει ή να με αφορά το περιεχόμενο
Κλίση
επεξεργασία Ενεργητική φωνή
Εξακολουθητικοί χρόνοι | ||||||
---|---|---|---|---|---|---|
πρόσωπα | Ενεστώτας | Παρατατικός | Εξ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | Μετοχή |
α' ενικ. | ανατυπώνω | ανατύπωνα | θα ανατυπώνω | να ανατυπώνω | ανατυπώνοντας | |
β' ενικ. | ανατυπώνεις | ανατύπωνες | θα ανατυπώνεις | να ανατυπώνεις | ανατύπωνε | |
γ' ενικ. | ανατυπώνει | ανατύπωνε | θα ανατυπώνει | να ανατυπώνει | ||
α' πληθ. | ανατυπώνουμε | ανατυπώναμε | θα ανατυπώνουμε | να ανατυπώνουμε | ||
β' πληθ. | ανατυπώνετε | ανατυπώνατε | θα ανατυπώνετε | να ανατυπώνετε | ανατυπώνετε | |
γ' πληθ. | ανατυπώνουν(ε) | ανατύπωναν ανατυπώναν(ε) |
θα ανατυπώνουν(ε) | να ανατυπώνουν(ε) | ||
Συνοπτικοί χρόνοι | ||||||
πρόσωπα | Αόριστος | Συνοπτ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | Απαρέμφατο | |
α' ενικ. | ανατύπωσα | θα ανατυπώσω | να ανατυπώσω | ανατυπώσει | ||
β' ενικ. | ανατύπωσες | θα ανατυπώσεις | να ανατυπώσεις | ανατύπωσε | ||
γ' ενικ. | ανατύπωσε | θα ανατυπώσει | να ανατυπώσει | |||
α' πληθ. | ανατυπώσαμε | θα ανατυπώσουμε | να ανατυπώσουμε | |||
β' πληθ. | ανατυπώσατε | θα ανατυπώσετε | να ανατυπώσετε | ανατυπώστε | ||
γ' πληθ. | ανατύπωσαν ανατυπώσαν(ε) |
θα ανατυπώσουν(ε) | να ανατυπώσουν(ε) | |||
Συντελεσμένοι χρόνοι | ||||||
πρόσωπα | Παρακείμενος | Υπερσυντέλικος | Συντελ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | |
α' ενικ. | έχω ανατυπώσει | είχα ανατυπώσει | θα έχω ανατυπώσει | να έχω ανατυπώσει | ||
β' ενικ. | έχεις ανατυπώσει | είχες ανατυπώσει | θα έχεις ανατυπώσει | να έχεις ανατυπώσει | ||
γ' ενικ. | έχει ανατυπώσει | είχε ανατυπώσει | θα έχει ανατυπώσει | να έχει ανατυπώσει | ||
α' πληθ. | έχουμε ανατυπώσει | είχαμε ανατυπώσει | θα έχουμε ανατυπώσει | να έχουμε ανατυπώσει | ||
β' πληθ. | έχετε ανατυπώσει | είχατε ανατυπώσει | θα έχετε ανατυπώσει | να έχετε ανατυπώσει | ||
γ' πληθ. | έχουν ανατυπώσει | είχαν ανατυπώσει | θα έχουν ανατυπώσει | να έχουν ανατυπώσει |
|