Ετυμολογία

επεξεργασία
ανατυπώνω < (ελληνιστική κοινή) ἀνατυπόω-ἀνατυπῶ

ανατυπώνω

  • ξανατυπώνω ένα παλιότερο βιβλίο, το επανεκδίδω χωρίς όμως αλλαγές, ανανέωση ή και τυχόν βελτίωση, το τυπώνω μένοντας πιστός στην πρώτη έκδοση ως είχε ή το τυπώνω ακριβώς ίδιο επειδή απλά διεκπεραιώνω την εργασία χωρίς να με προβληματίζει ή να με αφορά το περιεχόμενο

  Μεταφράσεις

επεξεργασία