πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική η αγιογραφία οι αγιογραφίες
      γενική της αγιογραφίας των αγιογραφιών
    αιτιατική την αγιογραφία τις αγιογραφίες
     κλητική αγιογραφία αγιογραφίες
Κατηγορία όπως «σοφία» - Παράρτημα:Ουσιαστικά
Αγιογραφία της Παναγίας με το θείο βρέφος.

Ετυμολογία

επεξεργασία
αγιογραφία < (διαχρονικό δάνειο) καθαρεύουσα ἁγιογραφία, ήδη το 1866.[1] Μορφολογικά αναλύεται σε αγιο- + -γραφία.
ΔΦΑ : /a.ʝi.o.ɣɾaˈfi.a/
τυπογραφικός συλλαβισμός: αγιογραφία

Ουσιαστικό

επεξεργασία

αγιογραφία θηλυκό

  1. (ζωγραφική, χριστιανισμός) η τέχνη του να ζωγραφίζεις μορφές αγίων και θρησκευτικές παραστάσεις
      Σπουδάζω βυζαντινή αγιογραφία.
  2. ζωγραφική απεικόνιση αγίων και θρησκευτικών σκηνών
      Ο ναός είναι διακοσμημένος με πολύ όμορφες αγιογραφίες.

Συγγενικά

επεξεργασία

Δείτε επίσης

επεξεργασία

Μεταφράσεις

επεξεργασία
  1. σελ. 7, Τόμος Α΄ - Κουμανούδης, Στέφανος Αθ. (1900) Συναγωγή νέων λέξεων υπό των λογίων πλασθεισών από της Αλώσεως μέχρι των καθ’ ημάς χρόνων. Τόμοι: 2 (Εισαγωγή,@anemi). Εν Αθήναις: Τύποις Π. Δ. Σακελλαρίου