Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

  Προφορά επεξεργασία

ΔΦΑ : /a.ʝi.o.ɣɾaˈfu.me/
τυπογραφικός συλλαβισμός: α‐γι‐ο‐γρα‐φού‐μαι
ομόηχο: αγιογραφούμε

  Ρηματικός τύπος επεξεργασία

αγιογραφούμαι, π.αόρ.: αγιογραφήθηκα, μτχ.π.π.: αγιογραφημένος