αγιογραφώ
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασίαΠροφορά
επεξεργασία- ΔΦΑ : /a.ʝi.o.ɣɾaˈfo/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : α‐γι‐ο‐γρα‐φώ
- τονικό παρώνυμο: αγιογράφο
Ρήμα
επεξεργασίααγιογραφώ, αόρ.: αγιογράφησα, παθ.φωνή: αγιογραφούμαι, π.αόρ.: αγιογραφήθηκα, μτχ.π.π.: αγιογραφημένος
- (ζωγραφική χριστιανισμός) ζωγραφίζω μορφές αγίων και γενικότερα θρησκευτικές σκηνές στο εσωτερικό ενός ναού
- ⮡ το ναό αγιογράφησε ο Φώτης Κόντογλου
- άλλες μορφές: αγιογραφίζω
Συγγενικά
επεξεργασία- → δείτε τη λέξη αγιογράφος
Κλίση
επεξεργασία Ενεργητική φωνή
Εξακολουθητικοί χρόνοι | ||||||
---|---|---|---|---|---|---|
πρόσωπα | Ενεστώτας | Παρατατικός | Εξ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | Μετοχή |
α' ενικ. | αγιογραφώ | αγιογραφούσα | θα αγιογραφώ | να αγιογραφώ | αγιογραφώντας | |
β' ενικ. | αγιογραφείς | αγιογραφούσες | θα αγιογραφείς | να αγιογραφείς | (αγιογράφει) | |
γ' ενικ. | αγιογραφεί | αγιογραφούσε | θα αγιογραφεί | να αγιογραφεί | ||
α' πληθ. | αγιογραφούμε | αγιογραφούσαμε | θα αγιογραφούμε | να αγιογραφούμε | ||
β' πληθ. | αγιογραφείτε | αγιογραφούσατε | θα αγιογραφείτε | να αγιογραφείτε | αγιογραφείτε | |
γ' πληθ. | αγιογραφούν(ε) | αγιογραφούσαν(ε) | θα αγιογραφούν(ε) | να αγιογραφούν(ε) | ||
Συνοπτικοί χρόνοι | ||||||
πρόσωπα | Αόριστος | Συνοπτ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | Απαρέμφατο | |
α' ενικ. | αγιογράφησα | θα αγιογραφήσω | να αγιογραφήσω | αγιογραφήσει | ||
β' ενικ. | αγιογράφησες | θα αγιογραφήσεις | να αγιογραφήσεις | αγιογράφησε | ||
γ' ενικ. | αγιογράφησε | θα αγιογραφήσει | να αγιογραφήσει | |||
α' πληθ. | αγιογραφήσαμε | θα αγιογραφήσουμε | να αγιογραφήσουμε | |||
β' πληθ. | αγιογραφήσατε | θα αγιογραφήσετε | να αγιογραφήσετε | αγιογραφήστε | ||
γ' πληθ. | αγιογράφησαν αγιογραφήσαν(ε) |
θα αγιογραφήσουν(ε) | να αγιογραφήσουν(ε) | |||
Συντελεσμένοι χρόνοι | ||||||
πρόσωπα | Παρακείμενος | Υπερσυντέλικος | Συντελ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | |
α' ενικ. | έχω αγιογραφήσει | είχα αγιογραφήσει | θα έχω αγιογραφήσει | να έχω αγιογραφήσει | ||
β' ενικ. | έχεις αγιογραφήσει | είχες αγιογραφήσει | θα έχεις αγιογραφήσει | να έχεις αγιογραφήσει | ||
γ' ενικ. | έχει αγιογραφήσει | είχε αγιογραφήσει | θα έχει αγιογραφήσει | να έχει αγιογραφήσει | ||
α' πληθ. | έχουμε αγιογραφήσει | είχαμε αγιογραφήσει | θα έχουμε αγιογραφήσει | να έχουμε αγιογραφήσει | ||
β' πληθ. | έχετε αγιογραφήσει | είχατε αγιογραφήσει | θα έχετε αγιογραφήσει | να έχετε αγιογραφήσει | ||
γ' πληθ. | έχουν αγιογραφήσει | είχαν αγιογραφήσει | θα έχουν αγιογραφήσει | να έχουν αγιογραφήσει |
|
Παθητική φωνή
Εξακολουθητικοί χρόνοι | ||||||
---|---|---|---|---|---|---|
πρόσωπα | Ενεστώτας | Παρατατικός | Εξ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | Μετοχή |
α' ενικ. | αγιογραφούμαι | αγιογραφούμουν | θα αγιογραφούμαι | να αγιογραφούμαι | ||
β' ενικ. | αγιογραφείσαι | αγιογραφούσουν | θα αγιογραφείσαι | να αγιογραφείσαι | ||
γ' ενικ. | αγιογραφείται | αγιογραφούνταν | θα αγιογραφείται | να αγιογραφείται | ||
α' πληθ. | αγιογραφούμαστε | αγιογραφούμασταν αγιογραφούμαστε |
θα αγιογραφούμαστε | να αγιογραφούμαστε | ||
β' πληθ. | αγιογραφείστε | αγιογραφούσασταν αγιογραφούσαστε |
θα αγιογραφείστε | να αγιογραφείστε | αγιογραφείστε | |
γ' πληθ. | αγιογραφούνται | αγιογραφούνταν | θα αγιογραφούνται | να αγιογραφούνται | ||
Συνοπτικοί χρόνοι | ||||||
πρόσωπα | Αόριστος | Συνοπτ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | Απαρέμφατο | |
α' ενικ. | αγιογραφήθηκα | θα αγιογραφηθώ | να αγιογραφηθώ | αγιογραφηθεί | ||
β' ενικ. | αγιογραφήθηκες | θα αγιογραφηθείς | να αγιογραφηθείς | αγιογραφήσου | ||
γ' ενικ. | αγιογραφήθηκε | θα αγιογραφηθεί | να αγιογραφηθεί | |||
α' πληθ. | αγιογραφηθήκαμε | θα αγιογραφηθούμε | να αγιογραφηθούμε | |||
β' πληθ. | αγιογραφηθήκατε | θα αγιογραφηθείτε | να αγιογραφηθείτε | αγιογραφηθείτε | ||
γ' πληθ. | αγιογραφήθηκαν αγιογραφηθήκαν(ε) |
θα αγιογραφηθούν(ε) | να αγιογραφηθούν(ε) | |||
Συντελεσμένοι χρόνοι | ||||||
πρόσωπα | Παρακείμενος | Υπερσυντέλικος | Συντελ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | Μετοχή |
α' ενικ. | έχω αγιογραφηθεί | είχα αγιογραφηθεί | θα έχω αγιογραφηθεί | να έχω αγιογραφηθεί | αγιογραφημένος | |
β' ενικ. | έχεις αγιογραφηθεί | είχες αγιογραφηθεί | θα έχεις αγιογραφηθεί | να έχεις αγιογραφηθεί | ||
γ' ενικ. | έχει αγιογραφηθεί | είχε αγιογραφηθεί | θα έχει αγιογραφηθεί | να έχει αγιογραφηθεί | ||
α' πληθ. | έχουμε αγιογραφηθεί | είχαμε αγιογραφηθεί | θα έχουμε αγιογραφηθεί | να έχουμε αγιογραφηθεί | ||
β' πληθ. | έχετε αγιογραφηθεί | είχατε αγιογραφηθεί | θα έχετε αγιογραφηθεί | να έχετε αγιογραφηθεί | ||
γ' πληθ. | έχουν αγιογραφηθεί | είχαν αγιογραφηθεί | θα έχουν αγιογραφηθεί | να έχουν αγιογραφηθεί | ||
Συντελεσμένοι χρόνοι (β΄ τύποι) | ||||||
Παρακείμενος | είμαι, είσαι, είναι αγιογραφημένος - είμαστε, είστε, είναι αγιογραφημένοι | |||||
Υπερσυντέλικος | ήμουν, ήσουν, ήταν αγιογραφημένος - ήμαστε, ήσαστε, ήταν αγιογραφημένοι | |||||
Συντελ. Μέλλ. | θα είμαι, θα είσαι, θα είναι αγιογραφημένος - θα είμαστε, θα είστε, θα είναι αγιογραφημένοι | |||||
Υποτακτική | να είμαι, να είσαι, να είναι αγιογραφημένος - να είμαστε, να είστε, να είναι αγιογραφημένοι |
Μεταφράσεις
επεξεργασία αγιογραφώ
|