αγιογράφος
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασία- αγιογράφος < αγιο- + -γράφος (ζωγραφίζω). Διαφορετικό το ελληνιστικό ἁγιόγραφος
Ουσιαστικό
επεξεργασίααγιογράφος αρσενικό
- (επάγγελμα) ζωγράφος που εικονογραφεί το εσωτερικό ναών με θρησκευτικά θέματα ή ζωγραφίζει θρησκευτικές φορητές εικόνες
Συγγενικά
επεξεργασίαΣημειώσεις
επεξεργασίαΔιαφορετικής σημασίας είναι το γαλλικό hagiographe, το αγγλικό hagiographer
Μεταφράσεις
επεξεργασία αγιογράφος
|