Δείτε επίσης: εἰκονογραφῶ

  Ετυμολογία

επεξεργασία
εικονογραφώ < (ελληνιστική κοινήεἰκονογραφέω / εἰκονογραφῶ < αρχαία ελληνική εἰκονογράφος < εἰκών + γράφω

εικονογραφώ (παθητική φωνή: εικονογραφούμαι)

  1. ζωγραφίζω εικόνες σε κάποιο χειρόγραφο ή για να τυπωθούν σε βιβλίο, περιοδικό κ.λπ.
     συνώνυμα: (ιστορώ)
  2. περιγράφω κάτι χρησιμοποιώντας εικόνες λόγου

Συγγενικά

επεξεργασία

  Μεταφράσεις

επεξεργασία