Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

  Ετυμολογία επεξεργασία

ιστορώ < αρχαία ελληνική ἱστορέω / ἱστορῶ

  Ρήμα επεξεργασία

ιστορώ

  1. αφηγούμαι, εξιστορώ
  2. (θρησκεία) εικονογραφώ έναν ναό ή ένα χειρόγραφο με παραστάσεις εμπνευσμένες από την Αγία Γραφή ή την εκκλησιαστική παράδοση

Κλίση επεξεργασία

  Μεταφράσεις επεξεργασία