Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

↓ πτώσεις       ενικός      
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική ο εικονογραφημένος η εικονογραφημένη το εικονογραφημένο
      γενική του εικονογραφημένου της εικονογραφημένης του εικονογραφημένου
    αιτιατική τον εικονογραφημένο την εικονογραφημένη το εικονογραφημένο
     κλητική εικονογραφημένε εικονογραφημένη εικονογραφημένο
↓ πτώσεις   πληθυντικός  
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική οι εικονογραφημένοι οι εικονογραφημένες τα εικονογραφημένα
      γενική των εικονογραφημένων των εικονογραφημένων των εικονογραφημένων
    αιτιατική τους εικονογραφημένους τις εικονογραφημένες τα εικονογραφημένα
     κλητική εικονογραφημένοι εικονογραφημένες εικονογραφημένα
Κατηγορία όπως «αγαπημένος» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές

  Μετοχή επεξεργασία

εικονογραφημένος, -η, -ο




  Μεταφράσεις επεξεργασία