Ετυμολογία

επεξεργασία
tricolore < tricolor < λατινική tricolor

  Προφορά

επεξεργασία
 

  Επίθετο

επεξεργασία
      ενικός         πληθυντικός  
tricolore tricolores

tricolore (fr) αρσενικό ή θηλυκό

  1. τρίχρωμος
  2. (στη Γαλλία) le drapeau tricolore: η τρίχρωμη σημαία (η γαλλική σημαία, που είναι μπλε, άσπρη και κόκκινη)
  3. (στη Γαλλία) les tricolores: η εθνική ομάδα ποδοσφαίρου
  4. feu tricolore: το φανάρι της κυκλοφορίας (κόκκινο, πορτοκαλί, πράσινο)