angle
Αγγλικά (en) επεξεργασία
Ουσιαστικό επεξεργασία
ενικός | πληθυντικός |
angle | angles |
angle (en)
- η γωνία
- at an angle
Πολυλεκτικοί όροι επεξεργασία
Ουσιαστικό επεξεργασία
ενικός | πληθυντικός |
angle | angles |
angle (en)
- το αγκίστρι για ψάρεμα
- ↪ I bait an angle.
- Δολώνω αγκίστρι.
- ≈ συνώνυμα: → δείτε τη λέξη fishing hook
- ↪ I bait an angle.
Γαλλικά (fr) επεξεργασία
Προφορά επεξεργασία
Ουσιαστικό επεξεργασία
angle (fr)
- η γωνία
- angle aigu, droit, obtus, plat - οξεία, ορθή, αμβλεία, ευθεία γωνία
- angle rentrant, saillant
Συγγενικά επεξεργασία
Εσπεράντο (eo) επεξεργασία
Ετυμολογία επεξεργασία
Επίρρημα επεξεργασία
angle (eo)