Αγγλικά (en) επεξεργασία

  Ουσιαστικό επεξεργασία

      ενικός         πληθυντικός  
angle angles

angle (en)

Πολυλεκτικοί όροι επεξεργασία

  Ουσιαστικό επεξεργασία

      ενικός         πληθυντικός  
angle angles

angle (en)



Γαλλικά (fr) επεξεργασία

  Προφορά επεξεργασία

 

  Ουσιαστικό επεξεργασία

angle (fr)

  • η γωνία
    angle aigu, droit, obtus, plat - οξεία, ορθή, αμβλεία, ευθεία γωνία
    angle rentrant, saillant

Συγγενικά επεξεργασία



Εσπεράντο (eo) επεξεργασία

  Ετυμολογία επεξεργασία

angle < angl- + -e

  Επίρρημα επεξεργασία

angle (eo)