on the side
Αγγλικά (en)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασίαΈκφραση
επεξεργασίαon the side (en) (ιδιωματισμός, ανεπίσημο)
- στην άκρη, επιπλέον
- ⮡ He has some money on the side.
- Έχει κάποια χρήματα στην άκρη.
- ⮡ He has some money on the side.
- στα κρυφά, στη ζούλα
- ⮡ Come on let’s have a small drink on the side.
- Έλα να πιούμε ένα ποτηράκι στα κρυφά.
- ⮡ He lives with his wife but also sees his mistress on the side.
- Ζει με τη γυναίκα του αλλά βλέπει και τη φιλενάδα του στη ζούλα.
- ⮡ Come on let’s have a small drink on the side.
- (+επίθετο) μάλλον
- ⮡ Prices were on the high side.
- Οι τιμές ήταν μάλλον υψηλές.
- ⮡ The weather is on the cold side.
- Ο καιρός είναι μάλλον ψυχρός.
- ⮡ Prices were on the high side.