sideline
Αγγλικά (en)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασίαΠροφορά
επεξεργασίαΟυσιαστικό
επεξεργασίαενικός | πληθυντικός |
sideline | sidelines |
sideline (en)
- (συνήθως στον πληθυντικό) η πλάγια γραμμή, η άκρη, τα όρια ενός γηπέδου
- ↪ The length of the sideline must range from 100 to 110 meters.
- Το μήκος της πλάγιας γραμμής πρέπει να κυμαίνεται από 100 μέχρι 110 μέτρα.
- ↪ The length of the sideline must range from 100 to 110 meters.
- η συμπληρωματική εργασία, μια δραστηριότητα που κάνω καθώς και την κύρια δουλειά μου για να κερδίσω επιπλέον χρήματα
- ↪ He does photography as a sideline.
- Κάνει το φωτογράφο συμπληρωματικά (εκτός από την κύρια εργασία του).
- ≈ συνώνυμα: side hustle (αργκό)
- ↪ He does photography as a sideline.
- το περιθώριο, η εξωτερική πλευρά ή περίμετρος μιας δραστηριότητας
- ↪ On the sidelines of the conference, the leaders of the two countries exchanged views on various secondary issues.
- Στο περιθώριο της συνδιάσκεψης οι ηγέτες των δύο χωρών αντάλλαξαν απόψεις για ποικίλα δευτερεύοντα θέματα.
- ↪ On the sidelines of the conference, the leaders of the two countries exchanged views on various secondary issues.
Ρήμα
επεξεργασίαενεστώτας | sideline |
γ΄ ενικό ενεστώτα | sidelines |
αόριστος | sidelined |
παθητική μετοχή | sidelined |
ενεργητική μετοχή | sidelining |
sideline (en)
- αποκλείω, βάζω στην άκρη; κρατάω κάποιον στον πάγκο, εκτός παιχνιδιού
- ↪ They sidelined him from the national team.
- Τον απέκλεισαν από την εθνική.
- ↪ They sidelined him from the national team.
- αποκλείω, απομακρύνω ή κρατώ εκτός κυκλοφορίας
- ↪ The illness sidelined him for weeks.
- Η ασθένεια τον απέκλεισε για εβδομάδες.
- ↪ The illness sidelined him for weeks.