Ετυμολογία

επεξεργασία
sideline < side + line

  Προφορά

επεξεργασία
ΔΦΑ : /ˈsaɪdlaɪn/
 

  Ουσιαστικό

επεξεργασία
      ενικός         πληθυντικός  
sideline sidelines

sideline (en)

  1. (συνήθως στον πληθυντικό) η πλάγια γραμμή, η άκρη, τα όρια ενός γηπέδου
    ⮡  The length of the sideline must range from 100 to 110 meters.
    Το μήκος της πλάγιας γραμμής πρέπει να κυμαίνεται από 100 μέχρι 110 μέτρα.
  2. η συμπληρωματική εργασία, μια δραστηριότητα που κάνω καθώς και την κύρια δουλειά μου για να κερδίσω επιπλέον χρήματα
    ⮡  He does photography as a sideline.
    Κάνει το φωτογράφο συμπληρωματικά (εκτός από την κύρια εργασία του).
     συνώνυμα: side hustle (αργκό)
  3. το περιθώριο, η εξωτερική πλευρά ή περίμετρος μιας δραστηριότητας
    ⮡  On the sidelines of the conference, the leaders of the two countries exchanged views on various secondary issues.
    Στο περιθώριο της συνδιάσκεψης οι ηγέτες των δύο χωρών αντάλλαξαν απόψεις για ποικίλα δευτερεύοντα θέματα.
ενεστώτας sideline
γ΄ ενικό ενεστώτα sidelines
αόριστος sidelined
παθητική μετοχή sidelined
ενεργητική μετοχή sidelining

sideline (en)

  1. αποκλείω, βάζω στην άκρη; κρατάω κάποιον στον πάγκο, εκτός παιχνιδιού
    ⮡  They sidelined him from the national team.
    Τον απέκλεισαν από την εθνική.
  2. αποκλείω, απομακρύνω ή κρατώ εκτός κυκλοφορίας
    ⮡  The illness sidelined him for weeks.
    Η ασθένεια τον απέκλεισε για εβδομάδες.