sidewalk
Αγγλικά (en)
επεξεργασίαενικός | πληθυντικός |
sidewalk | sidewalks |
Ετυμολογία
επεξεργασίαΟυσιαστικό
επεξεργασίαsidewalk (en)
- (αμερικανικά αγγλικά) το πεζοδρόμιο
- ⮡ The driver left his car on the sidewalk.
- Ο οδηγός άφησε το αμάξι του πάνω στο πεζοδρόμιο.
- ≈ συνώνυμα: pavement (βρετανικά αγγλικά)
- ⮡ The driver left his car on the sidewalk.