walk
Αγγλικά (en)
επεξεργασίαΟυσιαστικό
επεξεργασίαενικός | πληθυντικός |
walk | walks |
walk (en)
- ο περίπατος, η βόλτα
- ⮡ Sometimes, I go for a walk in the park in the afternoon.
- Καμία φορά πηγαίνω βόλτα στο πάρκο το απόγευμα.
- ⮡ Sometimes, I go for a walk in the park in the afternoon.
Σύνθετα
επεξεργασίαΡήμα
επεξεργασίαενεστώτας | walk |
γ΄ ενικό ενεστώτα | walks |
αόριστος | walked |
παθητική μετοχή | walked |
ενεργητική μετοχή | walking |
walk (en)
- (μεταβατικό και αμετάβατο) περπατάω, πηγαίνω κάπου βάζοντας το ένα πόδι μπροστά από το άλλο στο έδαφος, αλλά χωρίς να τρέχω
- ⮡ Our baby started walking.
- Tο μωρό μας άρχισε να περπατά.
- ⮡ He broke his foot and can’t walk.
- Έσπασε το πόδι του και δεν μπορεί να περπατήσει.
- ⮡ I have walked this district for miles around.
- Έχω περπατήσει αυτή την περιοχή σε ακτίνα μιλίων.
- ⮡ Our baby started walking.
- (μεταβατικό και αμετάβατο) περπατάω, γυρίζω, ξοδεύω χρόνο περπατώντας για ευχαρίστηση
- ⮡ We are going (to go) walking on the beach.
- Πάμε να περπατήσουμε στην παραλία.
- ⮡ I like to walk around Athens at night.
- Μου αρέσει να γυρίζω στην Αθήνα τη νύχτα.
- ⮡ We are going (to go) walking on the beach.
Παράγωγα
επεξεργασίαΠηγές
επεξεργασία- walk (noun) - Oxford Learner's Dictionaries
- walk (verb) - Oxford Learner's Dictionaries
- Stavropoulos, D N (2008). Stavropoulos, G N. ed. Oxford Greek-English Learner's Dictionary (Revised έκδοση). Oxford: Oxford University Press. σελ. 203, 688. ISBN 9780194325684., λήμμα: γυρίζω, περ(ι)πατώ