Ουσιαστικό

επεξεργασία
      ενικός         πληθυντικός  
walk walks

walk (en)

  • ο περίπατος, η βόλτα
    ⮡  Sometimes, I go for a walk in the park in the afternoon.
    Καμία φορά πηγαίνω βόλτα στο πάρκο το απόγευμα.
ενεστώτας walk
γ΄ ενικό ενεστώτα walks
αόριστος walked
παθητική μετοχή walked
ενεργητική μετοχή walking

walk (en)

  1. (μεταβατικό και αμετάβατο) περπατάω, πηγαίνω κάπου βάζοντας το ένα πόδι μπροστά από το άλλο στο έδαφος, αλλά χωρίς να τρέχω
    ⮡  Our baby started walking.
    Tο μωρό μας άρχισε να περπατά.
    ⮡  He broke his foot and can’t walk.
    Έσπασε το πόδι του και δεν μπορεί να περπατήσει.
    ⮡  I have walked this district for miles around.
    Έχω περπατήσει αυτή την περιοχή σε ακτίνα μιλίων.
  2. (μεταβατικό και αμετάβατο) περπατάω, γυρίζω, ξοδεύω χρόνο περπατώντας για ευχαρίστηση
    ⮡  We are going (to go) walking on the beach.
    Πάμε να περπατήσουμε στην παραλία.
    ⮡  I like to walk around Athens at night.
    Μου αρέσει να γυρίζω στην Αθήνα τη νύχτα.

Παράγωγα

επεξεργασία