walk out
Αγγλικά (en)
επεξεργασίαενεστώτας | walk out |
γ΄ ενικό ενεστώτα | walks out |
αόριστος | walked out |
παθητική μετοχή | walked out |
ενεργητική μετοχή | walking out |
Ετυμολογία
επεξεργασίαΡήμα
επεξεργασίαwalk out (en)
Δείτε επίσης : walkout |
ενεστώτας | walk out |
γ΄ ενικό ενεστώτα | walks out |
αόριστος | walked out |
παθητική μετοχή | walked out |
ενεργητική μετοχή | walking out |
walk out (en)