Δείτε επίσης: walk out

Αγγλικά (en) επεξεργασία

Κλίση επεξεργασία

      ενικός         πληθυντικός  
walkout walkouts

  Ουσιαστικό επεξεργασία

walkout (en)

  1. αποχώρηση με θυμό, το να αποχωρεί κανείς στην μέση συνέντευξης, ταινίας, παράστασης (είτε ως ηθοποιός είτε ως θεατής) κτλ.
    (διότι θίχτηκε, θύμωσε, βαρέθηκε κτλ.)
  2. αιφνίδια αποχώρηση από την εργασία όπως στην περίπτωση απεργίας ή στάσης εργασίας