walkout
Αγγλικά (en)
επεξεργασίαΚλίση
επεξεργασίαενικός | πληθυντικός |
walkout | walkouts |
Ουσιαστικό
επεξεργασίαwalkout (en)
- αποχώρηση με θυμό, το να αποχωρεί κανείς στην μέση συνέντευξης, ταινίας, παράστασης (είτε ως ηθοποιός είτε ως θεατής) κτλ.
- (διότι θίχτηκε, θύμωσε, βαρέθηκε κτλ.)
- αιφνίδια αποχώρηση από την εργασία όπως στην περίπτωση απεργίας ή στάσης εργασίας