↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική η στάση εργασίας οι στάσεις εργασίας
      γενική της στάσης εργασίας των στάσεων εργασίας
    αιτιατική τη στάση εργασίας τις στάσεις εργασίας
     κλητική στάση εργασίας στάσεις εργασίας
Παράρτημα:Ουσιαστικά

  Ετυμολογία

επεξεργασία
στάση εργασίας < → δείτε τις λέξεις στάση και εργασία

  Προφορά

επεξεργασία
ΔΦΑ : /ˈsta.si eɾ.ɣaˈsi.as/

  Πολυλεκτικός όρος

επεξεργασία

στάση εργασίας θηλυκό

  Μεταφράσεις

επεξεργασία