Δείτε επίσης: πεζοδρόμιον

Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική το πεζοδρόμιο τα πεζοδρόμια
      γενική του πεζοδρομίου
πεζοδρόμιου
των πεζοδρομίων
    αιτιατική το πεζοδρόμιο τα πεζοδρόμια
     κλητική πεζοδρόμιο πεζοδρόμια
Κατηγορία όπως «πρόσωπο» - Παράρτημα:Ουσιαστικά
 
Νερά αποχέτευσης που πέφτουν στο πεζοδόμιο.

  Ετυμολογία επεξεργασία

πεζοδρόμιο < (διαχρονικό δάνειο) καθαρεύουσα πεζοδρόμιον ήδη από το 1865[1] < πεζο- + δρόμ(ος) -ιον > -ιο, μεταφραστικό δάνειο από τη γερμανική Fussgängerweg[2] Διαφορετικό το μεσαιωνικό πεζοδρόμιον.

  Προφορά επεξεργασία

ΔΦΑ : /pe.zoˈðro.mi.o/
τυπογραφικός συλλαβισμός: πε‐ζο‐δρό‐μι‐ο

  Ουσιαστικό επεξεργασία

πεζοδρόμιο ουδέτερο

  1. η υπερυψωμένη και στρωμένη (με πλακάκια ή τσιμέντο ή άλλο υλικό) επιφάνεια στο πλάι ενός δρόμου που προορίζεται για τους πεζούς
  2. (μεταφορικά) η πορνεία

Συγγενικά επεξεργασία

Εκφράσεις επεξεργασία

  Μεταφράσεις επεξεργασία

  Αναφορές επεξεργασία

  1. σελ. 789, Τόμος Β΄ - Κουμανούδης, Στέφανος Αθ. (1900) Συναγωγή νέων λέξεων υπό των λογίων πλασθεισών από της Αλώσεως μέχρι των καθ’ ημάς χρόνων. Τόμοι: 2 (Εισαγωγή,@anemi). Εν Αθήναις: Τύποις Π. Δ. Σακελλαρίου
  2. 2,0 2,1 πεζοδρόμιο - Λεξικό της Κοινής Νεοελληνικής (1998) του Ιδρύματος Μανόλη Τριανταφυλλίδη (συντομογραφίες-σύμβολα). Η Πύλη για την ελληνική γλώσσα, Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας

  Πηγές επεξεργασία