κλιτύς
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασία↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | η | κλιτύς | οι | κλιτύες |
γενική | της | κλιτύος | των | κλιτύων |
αιτιατική | την | κλιτύ | τις | κλιτύς |
κλητική | κλιτύ | κλιτύες | ||
Κατηγορία όπως «ισχύς» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία
επεξεργασία- κλιτύς < (διαχρονικό δάνειο) αρχαία ελληνική κλιτύς
Ουσιαστικό
επεξεργασίακλιτύς θηλυκό
- (λόγιο, αρχαιολογία) η πλαγιά, σε λόφους και ακροπόλεις
- ⮡ η εργασία συνεχίζεται στις κλιτύς της ακρόπολης
- ⮡ Το θέατρο του Διονύσου βρίσκεται στη νότια κλιτύ του Ιερού Βράχου της Ακρόπολης.
- (καθαρεύουσα) (κλιτικοί τύποι από την αρχαία κλίση στο κλιτύς) πλαγιά, κατωφέρεια, πλευρά βουνού
- ※ Ἦτο μεσημβρία ἤδη, καί δέν ἔφθασαν ἀκόμη εἰς τήν Κεχρεάν, τήν ὡραίαν μελαγχολικήν κοιλάδα, μέ τάς ἐλαιοφύτους κλιτῦς, μέ τόν Ἀραδιᾶν, τόν πυκνόν δρυμῶνά της, μέ τό ρεῦμα καί τάς πλατάνους καί τούς νερομύλους της. (Αλέξανδρος Παπαδιαμάντης, Στο Χριστό στο Κάστρο)
Αρχαία ελληνικά (grc)
επεξεργασία↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | ἡ | κλιτύς | αἱ | κλιτύες |
γενική | τῆς | κλιτύος | τῶν | κλιτύων |
δοτική | τῇ | κλιτύῐ̈ | ταῖς | κλιτύσῐ(ν) |
αιτιατική | τὴν | κλιτύν | τὰς | κλιτῦς |
κλητική ὦ! | κλιτύ | κλιτύες | ||
δυϊκός | ||||
ονομ-αιτ-κλ | τὼ | κλιτύε | ||
γεν-δοτ | τοῖν | κλιτύοιν | ||
Το υ στις καταλήξεις είναι βραχύ ῠ- σε τρισύλλαβα και μακρό ῡ- σε δισύλλαβα. | ||||
3η κλίση, Κατηγορία 'ἰχθύς' όπως «ἰχθύς» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία
επεξεργασία- κλιτύς < κλίνω
Ουσιαστικό
επεξεργασίακλιτύς (ῑ) θηλυκό
- πλαγιά, κατωφέρεια, πλευρά βουνού
- άλλη γραφή: κλειτύς
Πηγές
επεξεργασία- κλιτύς - Επιτομή του Λεξικού Λίντελ-Σκοτ, Λεξικό της Αρχαίας Ελληνικής Γλώσσας (Επιτομή του Μεγάλου Λεξικού, εκδ. Πελεκάνος, 2007), Ψηφίδες στο Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας, 2012
- κλιτύς - ΛΟΓΕΙΟΝ (αγγλικά, από το 2011) Λεξικά για την αρχαία ελληνική και λατινική γλώσσα (στα αγγλικά, γαλλικά, ισπανικά, κ.λπ.) Πανεπιστήμιο του Σικάγου.