↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική η κλιτύς οι κλιτύες
      γενική της κλιτύος των κλιτύων
    αιτιατική την κλιτύ τις κλιτύς
     κλητική κλιτύ κλιτύες
Κατηγορία όπως «ισχύς» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

  Ετυμολογία

επεξεργασία
κλιτύς < (διαχρονικό δάνειο) αρχαία ελληνική κλιτύς

  Ουσιαστικό

επεξεργασία

κλιτύς θηλυκό

  1. (λόγιο, αρχαιολογία) η πλαγιά, σε λόφους και ακροπόλεις
    ⮡  η εργασία συνεχίζεται στις κλιτύς της ακρόπολης
    ⮡  Το θέατρο του Διονύσου βρίσκεται στη νότια κλιτύ του Ιερού Βράχου της Ακρόπολης.
  2. (καθαρεύουσα) (κλιτικοί τύποι από την αρχαία κλίση στο κλιτύς) πλαγιά, κατωφέρεια, πλευρά βουνού
    ※  Ἦτο μεσημβρία ἤδη, καί δέν ἔφθασαν ἀκόμη εἰς τήν Κεχρεάν, τήν ὡραίαν μελαγχολικήν κοιλάδα, μέ τάς ἐλαιοφύτους κλιτῦς, μέ τόν Ἀραδιᾶν, τόν πυκνόν δρυμῶνά της, μέ τό ρεῦμα καί τάς πλατάνους καί τούς νερομύλους της. (Αλέξανδρος Παπαδιαμάντης, Στο Χριστό στο Κάστρο)



↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική κλιτύς αἱ κλιτύες
      γενική τῆς κλιτύος τῶν κλιτύων
      δοτική τῇ κλιτύῐ̈ ταῖς κλιτύσῐ(ν)
    αιτιατική τὴν κλιτύν τὰς κλιτῦς
     κλητική ! κλιτύ κλιτύες
  δυϊκός
ονομ-αιτ-κλ τὼ  κλιτύε
γεν-δοτ τοῖν  κλιτύοιν
Το υ στις καταλήξεις είναι βραχύ ῠ- σε τρισύλλαβα και μακρό ῡ- σε δισύλλαβα.
3η κλίση, Κατηγορία 'ἰχθύς' όπως «ἰχθύς» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

  Ετυμολογία

επεξεργασία
κλιτύς < κλίνω

  Ουσιαστικό

επεξεργασία

κλιτύς (ῑ) θηλυκό