αἱμασιά
Αρχαία ελληνικά (grc)
επεξεργασία↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | ἡ | αἱμασιᾱ́ | αἱ | αἱμασιαί |
γενική | τῆς | αἱμασιᾶς | τῶν | αἱμασιῶν |
δοτική | τῇ | αἱμασιᾷ | ταῖς | αἱμασιαῖς |
αιτιατική | τὴν | αἱμασιᾱ́ν | τὰς | αἱμασιᾱ́ς |
κλητική ὦ! | αἱμασιᾱ́ | αἱμασιαί | ||
δυϊκός | ||||
ονομ-αιτ-κλ | τὼ | αἱμασιᾱ́ | ||
γεν-δοτ | τοῖν | αἱμασιαῖν | ||
1η κλίση, Κατηγορία 'στρατιά' όπως «στρατιά» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία
επεξεργασία- αἱμασιά < αἱμός < πρωτοϊνδοευρωπαϊκή *seh₂ip- (φράκτης), συγγενές με το (αρχαία ελληνική) αἱμός (< αἱπμός=δρυμός, δάσος ή ο ακανθώδης θάμνος Rhamnus paliurus / παλίουρος) και το (λατινικά) s(a)epes (φράχτης)
Ουσιαστικό
επεξεργασίααἱμασιά θηλυκό
- αιμασιά
- ※ αἱμασιὰ πάλαι μὲν δοκεῖ ἐξ ἀκανθῶν εἶναι, δι' ὧν αἱμάσσεται χείρ, ὕστερον δὲ καὶ τὸ ἁπλῶς ἐκ χαλίκων τειχίον αἱμασιὰ ἐλέγετο. Φασὶ γοῦν οἱ παλαιοί ὅτι αἱμασιὰ ἐκ χαλίκων οἰκοδόμημα, τειχίον, θριγκός, καὶ ἕτερα τοιαῦτα, περὶ ὧν δηλοῦται καὶ ἐν τοῖς εἰς τὴν Ὀδύσσειαν (⌘ Ευστάθιος Θεσσαλονίκης, Παρεκβολαί εὶς τὴν Ὁμήρου Ἰλιάδα, 3, 325)
Πηγές
επεξεργασία- αἱμασιά - Επιτομή του Λεξικού Λίντελ-Σκοτ, Λεξικό της Αρχαίας Ελληνικής Γλώσσας (Επιτομή του Μεγάλου Λεξικού, εκδ. Πελεκάνος, 2007), Ψηφίδες στο Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας, 2012
- αἱμασιά - ΛΟΓΕΙΟΝ (αγγλικά, από το 2011) Λεξικά για την αρχαία ελληνική και λατινική γλώσσα (στα αγγλικά, γαλλικά, ισπανικά, κ.λπ.) Πανεπιστήμιο του Σικάγου.