παλίουρος
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασία- παλίουρος < αρχαία ελληνική παλίουρος (άσχετο με το παλαιός)
Ουσιαστικό
επεξεργασίαπαλίουρος αρσενικό
- (φυτό) άλλη μορφή του παλιούρι
Άλλες μορφές
επεξεργασίαΔείτε επίσης
επεξεργασίαΜεταφράσεις
επεξεργασία παλίουρος
|