saepes
Λατινικά (la) επεξεργασία
Ετυμολογία επεξεργασία
- saepes < πρωτοϊνδοευρωπαϊκή *seh₂ip- (φράκτης), συγγενές με το αρχαία ελληνική αἱμός και το αρχαία ελληνική αἱμασιά
Ουσιαστικό επεξεργασία
saepes θηλυκό
Κλίση επεξεργασία
αριθμός | ενικός | πληθυντικός |
---|---|---|
ονομαστική | saepes | saepēs |
γενική | saepis | saepium |
δοτική | saepī | saepibus |
αιτιατική | saepem | saepēs/saepīs |
κλητική | saepes | saepēs |
αφαιρετική | saepe | saepibus |