μάκτρον
Αρχαία ελληνικά (grc)
επεξεργασίαελληνιστική κοινή (αρχαία κλίση) δε μαρτυρείται δυϊκός αριθμός | ||||||||
↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||||||
---|---|---|---|---|---|---|---|---|
ονομαστική | τὸ | μάκτρον | τὰ | μάκτρᾰ | ||||
γενική | τοῦ | μάκτρου | τῶν | μάκτρων | ||||
δοτική | τῷ | μάκτρῳ | τοῖς | μάκτροις | ||||
αιτιατική | τὸ | μάκτρον | τὰ | μάκτρᾰ | ||||
κλητική ὦ! | μάκτρον | μάκτρᾰ | ||||||
δυϊκός | ||||||||
ονομ-αιτ-κλ | τὼ | μάκτρω | ||||||
γεν-δοτ | τοῖν | μάκτροιν | ||||||
2η κλίση, Κατηγορία 'τέκνον' όπως «τέκνον» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία
επεξεργασία- μάκτρον (ελληνιστική κοινή) < αρχαία ελληνική μάσσω, θέμα μακ- + -τρον, όπως και πλήσσω, πλῆκτρον
- ※ 3ος αιώνας κε ⌘ Αἴλιος Ἡρωδιανός, Περὶ ὀρθογραφίας, 3.13.37.1@scaife.perseus με μηνοειδές σίγμα
Ουσιαστικό
επεξεργασίαμάκτρον ουδέτερο
- (ελληνιστική κοινή) πετσέτα, μαντίλι, κάτι με το οποίο σκουπίζομαι, μάκτρο
- ※ 6ος αιώνας κε ⌘ Ἀλέξανδρος ὁ Τραλλιανός, Περί πυρετῶν, κεφ.α΄ Περί τῶν ἐφημέρων πυρετῶν 1.295.27@books.google Alexander von Tralles, ed. Dr. Theodor Puschman vol.1. Wien: Wilhelm Braumüller, 1878, σελ.295
- βέλτιον δ’ οἶμαι ἀποπλῦναι τὸν ἱδρῶτα χλιαρῷ πολλῷ εἰς τὸν ἐκτὸς οἶκον ἐξελθόντα ἐναπομάσσειν τῷ μάκτρῳ καὶ οὔτως ἀλείφεσθαι τῷ ὑδροελαίῳ·
- ※ 6ος αιώνας κε ⌘ Ἀλέξανδρος ὁ Τραλλιανός, Περί πυρετῶν, κεφ.α΄ Περί τῶν ἐφημέρων πυρετῶν 1.295.27@books.google Alexander von Tralles, ed. Dr. Theodor Puschman vol.1. Wien: Wilhelm Braumüller, 1878, σελ.295
Συγγενικά
επεξεργασίαθέμα μακτρ-
→ δείτε και τη λέξη μάσσω για περισσότερα θέματα
Πηγές
επεξεργασία- μάκτρον - ΛΟΓΕΙΟΝ (αγγλικά, από το 2011) Λεξικά για την αρχαία ελληνική και λατινική γλώσσα (στα αγγλικά, γαλλικά, ισπανικά, κ.λπ.) Πανεπιστήμιο του Σικάγου.