χειρόμακτρον
Αρχαία ελληνικά (grc)
επεξεργασία↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | τὸ | χειρόμακτρον | τὰ | χειρόμακτρᾰ |
γενική | τοῦ | χειρομάκτρου | τῶν | χειρομάκτρων |
δοτική | τῷ | χειρομάκτρῳ | τοῖς | χειρομάκτροις |
αιτιατική | τὸ | χειρόμακτρον | τὰ | χειρόμακτρᾰ |
κλητική ὦ! | χειρόμακτρον | χειρόμακτρᾰ | ||
δυϊκός | ||||
ονομ-αιτ-κλ | τὼ | χειρομάκτρω | ||
γεν-δοτ | τοῖν | χειρομάκτροιν | ||
2η κλίση, Κατηγορία 'πρόσωπον' όπως «πρόσωπον» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία
επεξεργασίαΟυσιαστικό
επεξεργασίαχειρόμακτρον ουδέτερο
Πηγές
επεξεργασία- χειρόμακτρον - Επιτομή του Λεξικού Λίντελ-Σκοτ, Λεξικό της Αρχαίας Ελληνικής Γλώσσας (Επιτομή του Μεγάλου Λεξικού, εκδ. Πελεκάνος, 2007), Ψηφίδες στο Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας, 2012
- χειρόμακτρον - ΛΟΓΕΙΟΝ (αγγλικά, από το 2011) Λεξικά για την αρχαία ελληνική και λατινική γλώσσα (στα αγγλικά, γαλλικά, ισπανικά, κ.λπ.) Πανεπιστήμιο του Σικάγου.