↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική τὸ χειρόμακτρον τὰ χειρόμακτρ
      γενική τοῦ χειρομάκτρου τῶν χειρομάκτρων
      δοτική τῷ χειρομάκτρ τοῖς χειρομάκτροις
    αιτιατική τὸ χειρόμακτρον τὰ χειρόμακτρ
     κλητική ! χειρόμακτρον χειρόμακτρ
  δυϊκός
ονομ-αιτ-κλ τὼ  χειρομάκτρω
γεν-δοτ τοῖν  χειρομάκτροιν
2η κλίση, Κατηγορία 'πρόσωπον' όπως «πρόσωπον» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

  Ετυμολογία

επεξεργασία
χειρόμακτρον < (χείρ) χειρό- + μάκτρον (μάσσω)

  Ουσιαστικό

επεξεργασία

χειρόμακτρον ουδέτερο

  1. πετσέτα για τα χέρια για το σκούπισμα των χεριών
  2. γυναικείο μαντίλι για το κεφάλι